- ευκρόταλος
- εὐκρόταλος, -ον, επικ. τ. ἐϋκρόταλος, -ον (Α)1. αυτός που ηχεί, που συνοδεύεται από κρόταλα («εὐκρόταλοι χορεῑαι», Ανθ. Παλ.)2. θορυβώδης, ζωηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρόταλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐυκρόταλον — εὐκρόταλος accompanied by castanets masc/fem acc sg (epic) εὐκρόταλος accompanied by castanets neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροτάλοισιν — εὐκρόταλος accompanied by castanets masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)